Monday, March 26, 2007

Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.


-Κ.Π. Καβάφης-

Saturday, March 24, 2007

Χωρίς να σε βλέπω

Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς - πόσο γυμνός ακόμα θα ‘ θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μη με πιστεύεις - κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.


-Τίτος Πατρίκιος-

Saturday, March 17, 2007

[Μια Αναμονή ήταν στην πεδιάδα]

Μια Αναμονή ήταν στην πεδιάδα
για κάποιον ξένο, που ποτέ δεν ήρθε·
μια φορά ακόμη ρωτά ο έντρομος κήπος,
κ' ύστερα σβήνει αγάλια το χαμόγελό του.

Και, το βράδυ, μέσα στις νωθρές λάσπες
γίνεται πιο φτωχή η δεντροστοιχία,
στα κλαδιά τους τα μήλα αγωνιούνε
κ' η κάθε πνοή τα κάνει να πονούν.

-Ράινερ Μαρία Ρίλκε-
(μτφρ. Ά. Δικταίος)

Monday, March 12, 2007

Σ’ έναν γάτο

Είσαι πολύ πιο σιωπηλός απ’ τους καθρέφτες
και πιο κρυφός από την πολυκύμαντη αυγή·
είσαι κείνος ο πάνθηρας που μόνο από μακριά,
κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, μας επιτρέπει να κοιτάζουμε τη μοίρα.
Μάταια σε ψάχνουμε μες στους ανεξιχνίαστους
μηχανισμούς κάποιου θεϊκού νόμου·
πιο απόμακρος κι από το δειλινό ή απ’ τον Γάγγη
εσύ κρατάς το μυστικό κλειδί της μοναξιάς.
Η ράχη σου αφήνεται στο ανάλαφρο
του χεριού μου το χάδι. Αιώνες τώρα
που πια έχουν γίνει λησμονιά, αφήνεις μόνο
στο χέρι το δισταχτικό να σ’ αγαπά.
Ζεις σε αλλιώτικους καιρούς. Εξουσιάζεις
έναν κόσμο κατάκλειστο, όπως του ονείρου.

-Χόρχε Λουίς Μπόρχες-
(μτφρ. Δ. Καλοκύρης)

Thursday, March 1, 2007

Επτά σιωπές κι ένα τραγούδι

Ο Χρόνος κι η Σκιά παντρεύονται στο κάστρο
των λυγμών. Να, άγγελοι ξεπροβάλλουν
από καταπακτές με τις φτερούγες σκονισμένες
και τα γυάλινα μάτια να στάζουν μαύρη δροσιά.

Πίσω απ' τον λόφο η παγωμένη λίμνη.
Τα δέντρα γερμένα όλα προς
την ίδια κατεύθυνση· υπάκουα
στον σκληρό άνεμο του πεπρωμένου.

Η πομπή των επίτιμων καλεσμένων αχνοφαίνεται ήδη:
Πρώτοι οι ίσκιοι των νεκρών, περιχαρείς
για τον πρόσκαιρο αποχωρισμό της μορφής
που σαπίζει στα υγρά υπόγεια, μάταια

ψηλαφίζουν του χρυσόκηπου τα τείχη.
Μετά οι φόβοι των τρελών, τρυφεροί
συνεσταλμένοι εραστές, τρέχουν
να κρυφτούν στ' άλικα μελανοδοχεία

καρτερώντας το αιχμηρό άγγιγμα της αγαπημένης
φτέρης των ποιητών. Αυτοί ζυγώνουν
διστακτικά, χλευαστικά βαίνοντες
αιθέρες, προσκυνητές και μετρονόμοι.

Τελευταία άφιξη του μαύρου γάτου με το αδέξιο βάδισμα
(μυστική παρακαταθήκη σιωπηλής παραφωνίας)
και τη λευκή βούλα στο στήθος,
απατηλή υπόσχεση για την ημέρα μία.

Εμπρός, λοιπόν, γλεντήστε! Μόνο θυμηθείτε
και την παιδούλα στο τραγούδι σας: το λυγερό της
κατρακύλισμα στα σιδερένια σκαλοπάτια
της παραφροσύνης.


-Ανδρονίκη Mαστοράκη-